αὐτουργοῦ

αὐτουργοῦ
αὐτουργέω
to be an
imperf ind mp 2nd sg (attic doric)
αὐτουργέω
to be an
pres imperat mp 2nd sg (attic)
αὐτουργέω
to be an
imperf ind mp 2nd sg (attic)
αὐτουργός
self-working
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”